προσκυνημένος

προσκυνημένος
προσκυνημένος , -η, -ο
покорившийся, смирившийся

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "προσκυνημένος" в других словарях:

  • προσκυνώ — άω / προσκυνῶ, έω, ΝΜΑ 1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ… …   Dictionary of Greek

  • προσκυνάω — / προσκυνώ, προσκύνησα, προσκυνημένος βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: προσκυνάω : η μτχ. προσκυνημένος αντιστοιχεί κυρίως στην ειδική έννοια → δηλώνω υποταγή σε κατακτητή …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσκυνώ — προσκυνάω / προσκυνώ, προσκύνησα, προσκυνημένος βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσκυνώ — προσκύνησα, προσκυνημένος 1. υποκλίνομαι με σεβασμό, σέβομαι, τιμώ: Προσκύνησε ταπεινά την εικόνα του Χριστού. 2. χαιρετίζω με σεβασμό: Καλογεράκι εγίνη, ράσα φόρεσε, πάγει στην πόρτα κλαίει, πέφτει προσκυνά (δημ. τραγ.). 3. δηλώνω υποταγή σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»